♦ Préface du traducteur
Introduction
- Hellénistes
- Idiome Hellénistique
- Ἐκκλησία, συναγωγή, πανήγυρις
Église, synagogue, assemblée
- Θειότης, Θεότης
Divine nature, Divine personne
- Ἱερόν, ναός
Temple, sanctuaire
- Ἐπιτιμάω, ἐλέγχω (αἰτία, ἔλεγχος)
Reprendre, convaincre (accusation, conviction)
- Ἀνάθημα, ἀνάθεμα
Consacré à Dieu, dévoué par interdit
- Προφητεύω, μαντεύομαι
Prophétiser, deviner
- Τιμωρία, κόλασις
Vengeance, châtiment
- Ἀληθής, ἀληθινός
Véridique, véritable
- Θεράπων, δοῦλος, διάκονος, ὑπηρέτης
Serviteurs
- Δειλία, φόβος, εὐλάβεια
Couardise, peur, crainte
- Κακία, πονηρία, κακοήθεια
Malice, malignité, méchanceté
- Ἀγαπάω, φιλέω
Aimer
- Θάλασσα, πέλαγος
Mer, étendue océanique
- Σκληρός, αὐστηρός
Dur (rugueux), austère (âpre)
- Εἰκών, ὁμοίωσις, ὁμοίωμα
Image, ressemblance, similitude
- Ἀσωτία, ἀσέλγεια
Dissolution, impudicité
- Θιγγάνω, ἅπτομαι, ψηλαφάω
Toucher, manier, palper
- Παλιγγενεσία, ἀνακαίνωσις
Régénération, rénovation
- Αἰσχύνη, αἰδώς
Honte de la disgrâce, honte intérieure
- Αἰδώς, σωφροσύνη
Pudeur, retenue
- Σύρω, ἕλκύω
Tirer, attirer
- Ὁλόκληρος, τέλειος
Complet, parfait
- Στέφανος, διάδημα
Couronne de vainqueur, couronne royale
- Πλεονεξία, φιλαργυρία
Cupidité, avarice
- Βόσκω, ποιμαίνω
Nourrir, paître
- Ζῆλος, φθόνος
Zèle, envie
- Ζωή, βίος
Vie intensive, vie extensive
- Κύριος, δεσπότης
Seigneur, maître
- Ἀλαζών, ὑπερήφανος, ὑβριστής
Vantard, arrogant, hautain
- Ἀντίχριστος, ψευδόχριστος
Antichrist, faux christ
- Μολύνω, μιαίνω
Souiller, maculer
- Παιδεία, νουθεσία
Correction, admonition
- Ἄφεσις, πάρεσις
Pardon, rémission
- Μωρολογία, αἰσχρολογία, εὐτραπελία
Folie, turpitude, subtilité
- Λατρεύω, λειτουργέω
Servir, remplir une charge
- Πένης πτωχός
Pauvre, nécessiteux
- Θυμός, ὀργή, παροργισμός
Emportement, colère, exaspération
- Ἔλαιον, μύρον (χρίω, ἀλείφω)
Huile, parfum (oindre, parfumer)
- Ἑβραῖος, Ἰουδαῖος, Ἰσραηλίτης
Hébreu, Juif, Israélite
- Αἰτέω, ἐρωτάω
Demander, interroger
- Ἀνάπαυσις, ἄνεσις
Repos, détente
- Ταπεινοφροσύνη, πραότης
Humilité, douceur
- Πραότης, ἐπιείκεια
Mansuétude, clémence
- Κλέπτης, λῃστής
Voleur, brigand
- Πλύνω, νίπτω, λούω
Nettoyer, laver, baigner
- Φῶς, φέγγος, φωστήρ, λύχνος, λαμπάς
Lumière, lampe
- Χάρις, ἔλεος
Grâce, miséricorde
- Θεοσεβής, εὐσεβής, εὐλαβής, θρῆσκος, δεισιδαίμων
Piété
- Κλῆμα, κλάδος
Sarment, rameau
- Ἱμάτιον, χιτών, ἱματισμός, χλαμύς, στολή, ποδήρης
Vêtements
- Εὐχή, προσευχή, δέησις, ἔντευξις, εὐχαριστία, αἴτημα, ἱκετηρία
Prières
- Ἀσύνθετος, ἄσπονδος
Déloyal, intraitable
- Μακροθυμία, ὑπομονή, ἀνοχή
Longanimité, patience, indulgence
- Στρηνιάω, τρυφάω, σπαταλάω
S’engraisser, s’amollir, dilapider
- Θλῖψις, στενοχωρία
Tribulation, angoisse
- Ἁπλοῦς, ἀκέραιος, ἄκακος, ἄδολος
Simple, intègre, innocent, sincère
- Χρόνος, καιρός
Temps, occasion
- Φέρω, φορέω
Transporter, porter
- Κόσμος, αἰών
Monde, âge
- Νέος, καινός
Nouveau, neuf
- μέθη, πότος, οἰνοφλυγία, κῶμος, κραιπάλη
Beuveries
- Καπηλεύω, δολόω
Frelater, adultérer
- Ἀγαθωσύνη, χρηστότης
Bonté, douceur
- Δίκτυον, ἀμφίβληστρον, σαγήνη
Filet, épervier, chalon
- Λυπέομαι, πενθέω, θρηνέω, κόπτω
Etre attristé, affligé, se lamenter, se frapper la poitrine
- Ἁμαρτία, ἁμάρτημα, παρακοή, ἀνομία, παρανομία, παράβασις, παράπτωμα, ἀγνόημα, ἥττημαζ, πλημμέλεια
Péchés
- Ἀρχαῖος, παλαιός
Ancien, usé
- Βωμός, θυσιαστήριον
Autel
- Μετανοέω, μεταμέλομαι
Se repentir
- Μορφή, σχῆμα, ἰδέα
Forme, façon, apparence
- Ψυχικός, σαρκικός
Psychique, charnel
- Σαρκικός, σάρκινος
Charnel, de chair
- Πνοή, πνεῦμα, ἄνεμος
Souffle, vent
- Δοκιμάζω, πειράζω
Éprouver, tenter
- Σοφία, φρόνησις, γνῶσις, ἐπίγνωσις
Sagesse, intelligence, connaissance
- Λαλέω, λέγω (λαλιά, λόγος)
Parler, dire
- Ἀπολύτρωσις, καταλλαγή, ἱλασμός
Rédemption, réconciliation, propitiation
- Ψαλμός, ὕμνος, ᾠδή
Psaume, hymne, ode
- Ἀγράμματος, ἰδιώτης
Illettré, idiot
- Δοκέω, φαίνομαι
Considérer, paraître
- Ζῶον, θηρίον
Être vivant, bête
- Ὑπέρ, ἀντί
Pour, en faveur de
- Φονεύς, ἀνθρωποκτόνος, σικάριος
Meurtrier, homicide, assassin
- Κακός, πονηρός, φαῦλος
Mauvais, méchant, sans valeur
- Εἰλικρινής, καθαρός
Sincérité, pureté
- Πόλεμος, μάχη
Guerre, bataille
- Πάθος, ἐπιθυμία, ὁρμή, ὄρεξις
Passion, convoitise, ardeur
- Ἱερός, ὅσιος, ἅγιος, ἁγνός
Sacré, saint, pur
- Φωνή, λόγος
Voix, parole
- Λόγος, μῦθος
Parole, récit
- Τέρας, σημεῖον, δύναμις, ἔνδοξον, παράδοξον, θαυμάσιον
Prodiges, signes, puissances, miracles
- Κόσμιος, σεμνός, ἱεροπρεπής
Modeste, grave
- Αὐθάδης, φίλαυτος
Jouisseur, égoïste
- Ἀποκάλυψις, ἐπιφάνεια, φανέρωσις
Révélation, dévoilement
- Ἄλλος, ἕτερος
Autre, différent
- Ποιέω, πράσσω
Faire, pratiquer
- Λαός, ἕθνος, δῆμος, ὄχλος
Peuple, multitude
- Βαπτισμός, βάπτισμα
Baptême
- Σκότος, γνόφος, ζόφος, ἀχλύς
Obscurité
- Βέβηλος, κοινός
Profane, commun
- Μόχθος, πόνος, κόπος
Travail, peine, fatigue
- Ἄμωμος, ἄμεμπτος, ἀνέγκλητος, ἀνεπίληπτος
Irrépréhensible
- Βραδύς, νωθρός, ἀργός
Lent, tardif, oisif
- Δημιουργός, τεχνίτης
Constructeur, artisan
- Ἀστεῖος, ὡραῖος, καλός
Beau
|